- αναπυρακτώνω
- πυρακτώνω εκ νέου, αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα* + πυρακτώνω. Η λ. αναπυρακτώ(-όω) μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη.ΠΑΡ. αναπυράκτωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.